μακρός

μακρός
μακρός (-ός, -ῷ, -όν; -ά nom., acc.: comp. μακρότερον, -ῳ; -ας, -αν, -αι.)
a of time, long, enduring

μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.41

μακρὸν δ' οὐκ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.26

μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tric.: μακροτέρῳ σὺν ὄλβῳ codd.) P. 11.52 [ὁ μακρὸς αἰὼν (θνατὸς v. l.) N. 3.75] μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος pr. N. 10.4

ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν. μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς N. 10.46

καὶ μηκέτι μᾰκροτέραν σπεύδειν ἀρετάν too enduring I. 4.13

οὔτοι τετύφλωται μᾰκρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.56

ἐμοὶ δὲ μᾰκρὸν (sc. ἐστι)

πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56

ἀλλ' ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e. n. pl. pro subs.,

βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P. 9.77

add. art.,

τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι N. 4.33

cf. P. 4.247 sc.

χρόνον, ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105

b of distance, long, far (n. pl.)

μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247

μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

pro adv.,

μᾰκρὰ δὲ ῥίψαις P. 1.45

μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι I. 2.35

met., τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν wh t is distant, unattainable I. 7.43

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακρός — long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκρος — length neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • μάκρος — ους και ου, το (AM μάκρος) η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου») νεοελλ. 1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα 2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια 3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το… …   Dictionary of Greek

  • μάκρος — το 1. το μήκος: Το μάκρος του φορέματος έφτανε μέχρι το πάτωμα. 2. μάκρεμα, επιμήκυνση: Το σακάκι σου θέλει μάκρος. 3. φρ., «τράβηξε σε μάκρος», παρατάθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα: Η διαμάχη τράβηξε σε μάκρος. 4. στον πληθ., μάκρη μεγάλη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακρός — ά, ό μακρύς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μακρά — μακρός long neut nom/voc/acc pl μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc/acc dual μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρότερον — μακρός long adverbial comp μακρός long masc acc comp sg μακρός long neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτάτω — μακρός long masc/neut nom/voc/acc superl dual μακρός long masc/neut gen superl sg (doric aeolic) μακροτάτω farthest off indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτάτων — μακρός long fem gen superl pl μακρός long masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”